"Να είσαι ομορφοδούλα, μου έλεγε,
όταν απλώνεις να προσέχεις, να ταιριάζεις τα χρώματα,
όχι τα άσπρα με τα σκούρα, όχι μικρά με τα μεγάλα,
να καμαρώνουν τη μπουγάδα σου, έτσι θέλω!"
Με μάθαινε στα χνάρια της από παιδί.
Άπλωνε στα σκοινιά που είχε δέσει σταυρωτά,
από τη μία άκρη ως την άλλη, στη μεγάλη σαν αλάνα αυλή
κι έλαμπε η μπουγάδα της,
έστεκαν και τη χάζευαν του δρόμου οι περαστικοί!
Μοσχοβολούσανε τα ρούχα μας λεβάντα,
τ' ασπρόρουχα όλα αστραφτερά!
Το ένα πλάι στ' άλλο τα σεντόνια, όλα λευκά,
έτσι ήταν τότε, από τη μάνα της προικιά,
έπειτα οι μαξιλαροθήκες, οι λευκές φανέλες,
τα μεγάλα και πιο κει τα παιδικά.
Όλα τόσο επιμελημένα!
Με πόση αγάπη τώρα αναπολώ αυτές τις μνήμες!
Τα Σάββατα πρωί πρωί είχε η μπουγάδα την τιμητική της!
Η σκάφη η μεταλλική, η μάνα αριστερά κι εγώ δεξιά της,
το αχνιστό νερό, η πλύστρα η ξύλινη,
τα χέρια πάνω της να τρίβουν, να παλεύουν με το ρούχο,
το άσπρο της γιαγιάς, χωριάτικο σαπούνι και τέλος το λουλάκι,
το ξέπλυμα των ρούχων σε μια θάλασσα γαλάζια!
Χαιρόμουνα την τάξη της, τη νοικοκυροσύνη,
η προσταγή της νόμος που ήθελα να ακολουθώ πιστά,
από τη μια για να μαθαίνω
κι από την άλλη να την ευχαριστώ και να την ελαφραίνω.
Τον ένιωθα τον κόπο της
κι ήταν κι αυτός ο τρόπος της, με το χαμόγελο,
τη σπίθα στη ματιά και την ακούραστη φροντίδα της για όλα!
Καμάρωνα τη μάνα μου και τη βοηθούσα σ' όλα,
όσο μπορούσα σαν μικρό παιδί κι αργότερα ακόμα πιο πολύ,
ήμουνα το δεξί της χέρι, μ' όλη μου την ψυχή!
Πρόθυμη για όλα απ' τα μικράτα της τα χρόνια,
βαριά, ελαφριά, δεν την φοβόταν τη δουλειά,
δεν την ντρεπότανε, την αγαπούσε
σαν να ήτανε ταγμένη να προσφέρει!
Στα πρόβατα ξυπόλητη απ' τα εφτά της,
(μετά την κατοχή ντρεπόταν να γυρίσει στο σχολείο)
μετά σε ξένα σπίτια, στα ρύζια μέσα στο νερό
κι οι βδέλλες να κολλούν στα πόδια, στο Νησί (Μεσσήνη),
κάμποσο στη μοδίστρα κι έπειτα στου Καρέλια, καπνεργάτρια!
Τι όμορφη σ' εκείνη την ασπρόμαυρη φωτογραφία,
με φιλενάδες της σε βόλτα αλά μπρατσέτα,
μ' αυτά τα χαμογελαστά της μαύρα μάτια,
με τα σπαστά, εβένινα και μακριά μαλλιά,
το κόκκινο κραγιόν στα χείλη και με το λουλουδάτο της,
μεσάτο, εποχής φουστάνι, ίδια λουλούδι!
Ζωγραφισμένη η χαρά στα πρόσωπα τους,
έλαμπαν όλες τους κοπέλες δροσερές,
νιάτα με την ζωντάνια τους και την ανεμελιά τους!
Στη Λαχαναγορά αργότερα απ' τη νύχτα,
μόνιμη βοηθός για τον πατέρα,
που ήταν φιλάσθενος να τον προσέχει μην της πάθει,
καθάριζε το μαγαζί, σήκωνε ντάνες τα τελάρα,
τα καφάσια, τα κάρφωνε αν είχανε χαλάσει,
ξεδιάλεγε όσα έπρεπε λαχανικά και φρούτα,
σήκωνε τα σακιά... δουλειές για άντρα!
Γύριζε σπίτι το ξημέρωμα να ετοιμάσει τα παιδιά,
τις καθαρές μας μπλε ποδιές σιδερωμένες
με το λευκό τους γιακαδάκι,
κι έπειτα τα μαλλιά μας, τρία κορίτσια,
σ' άλλη αλογοουρά και σ' άλλη κοτσιδάκια
κι ο γιός καλοντυμένος, χτενισμένος,
το γάλα έτοιμο να περιμένει στο τραπέζι,
ζεστό κουλούρι από το φούρνο κι απ' το χέρι,
ο ένας δίπλα στον άλλο και γραμμή για το σχολείο.
Μ' ότι καταπιανόταν ήταν καλλιτέχνης!
Η μάνα έβαφε το σπίτι μέσα κι έξω, άσπριζε τις αυλές,
μπλε τα παραθυρόφυλλα τα ξύλινα,
μπλε το μικρό μεταλλικό βρυσάκι,
παλιοί καιροί κι όλα με μέτρο,
άσπροι οι τσιμεντόλιθοι που έστηνε για παρτέρι,
οι γλάστρες της χρωματιστές.
Φρόντιζε τις τριανταφυλλιές, το γιασεμί, γαρυφαλλιές,
γεράνια, μοσχομπίζελα, βασιλικούς και μαντζουράνα πάντα,
που ήταν η αγαπημένη του πατέρα!
Έκοβε που και που κανα κλαδάκι
και το έβαζε στου σακακιού, το πάνω το τσεπάκι!
Ένας μικρός παράδεισος η αυλή μας,
έτσι όπως τη θυμάμαι τώρα, τότε παιδί τα βλέπαμε όλα ωραία,
μα όσο απλά τα είχαμε, τόσο και δεδομένα!
Με μάθαινε να πλέκω με βελόνες, μπλούζες, ζακέτες,
κασκολάκια, απλά η με σχέδια και πλεξούδες!
Κεντήματα ένα σωρό, πρώτα η σταυροβελονιά,
η πισωβελονιά, να το γαζί, καρίκωμα, μαντάρισμα να ξέρεις!
Μας έραβε ωραία φουστανάκια κι ύστερα μας καμάρωνε!
Δαντέλες παρακάτω με το βελονάκι, όλα να μας τα μάθει
και συμβουλές η μια μετά την άλλη
και πάλι απ' την αρχή μην ξεχαστούμε, με υπομονή πάλι και πάλι!
Μα κι η μαγειρική της, είχανε να το λένε,
μαγείρισσα απ' τις λίγες!
Μοσχοβολούσε μυρωδιές η γειτονιά μας
και δεν αλλάζαμε με τίποτα το πεντανόστιμο φαΐ της!
Τι θες! γλυκά!
να οι κουραμπιέδες, τα κουλούρια, τα τσουρέκια,
πόσα πήγαινε έλα οι λαμαρίνες μας στο φούρνο!
Να κι ο πελτές στον ήλιο,
μέσα στη μαξιλαροθήκη η ντομάτα να στεγνώνει,
ξυδάτες, χαραχτές οι ελιές απ' το χωριό μας τη Μηλίτσα,
βάζα μεγάλα με γλυκό σταφύλι και κυδώνι
και μαρμελάδες, κέικ, ραβανί, πόσα μα πόσα κι άλλα!
Κι εγώ θυμάμαι πάντα εκεί δεξιά της,
να τη βοηθώ όλο χαρά και να μαθαίνω!
Μας έφτιαχνε κουκλίτσες με τα κουρελάκια,
δύσκολα χρόνια μα τα παιδιά της ήθελαν παιχνίδι,
μας ένιωθε και έπαιζε μαζί μας!
Με πόσα ωραία παραμύθια, κάποια κι ολότελα δικά της,
μας κράταγε ήσυχα κοντά της!
Έτσι για αλλαγή, έστρωνε έξω στην αυλή μας κουρελούδες,
κατάχαμα η μαμά και γύρω εμείς τα τέσσερα παιδιά.
Με το κατσαρολάκι της στο χέρι,
μας τάιζε όλα στη σειρά μ' ένα κουτάλι,
την ίδια ώρα που μας είχε συνεπάρει η Σμαραγδούλα,
το αγαπημένο μας δικό της παραμύθι!
Που και που δάκρυα με το ρύζι!
Καθένας μας με τη δική του οικογένεια πια,
παιδιά κι εγγόνια,
χαιρόταν τόσο όλους να μας βλέπει
κι όποιος την είχε ανάγκη,
πάλι η μάνα μας εκεί, από δεξιά, στο πλάι!
Της χάιδευα τα ταλαιπωρημένα της χεράκια, τα φιλούσα
κι έπιανε και φιλούσε τα δικά μου!
Απ' τη ζωή μου ως την ευαίσθητη ψυχή μου,
για ό,τι μου έδωσε μεγάλο ή μικρό,
θα την τιμώ όσο υπάρχω και θα την ευγνωμονώ.
Η μάνα μας, η αγαπημένη μας μανούλα
που όσα τ' αστέρια του ουρανού, τόσες και οι ευχές της,
που κάθε ευχή της και μια ευλογία,
μας λείπει και ας είναι μέσα μας, μαζί μας!
Κερί αναμμένο η αγάπη της μας φέγγει
κι αγία στην καρδιά ως τη στερνή την ώρα μας θα μένει!
~ ~ V. K. ~ ~
8 / 5 / 2019
Η δημιουργία μου "Μάνα'', με μολυβοκάρβουνο....