Έρχομαι απ' τον κόσμο εκείνο
που οι άνθρωποι δεν έχουνε στον ήλιο μοίρα,
που σε γνωρίζουν μόνο η μάνα σου,
δυο φίλοι και του μόχθου η αλμύρα!
Από εκεί που τα όνειρα είναι απαγορευμένα,
που μόνη σου έννοια πρέπει να είναι το ψωμί,
ναι, το ψωμί,
μη φτάσει μέρα να το πεις ψωμάκι,
ίσως να δεις και μια άσπρη μέρα!
Στα λίγα πάντα μαθημένη,
η αγάπη όμως να περισσεύει!
Κι όσο κι αν με παραφυλάγαν
οι ονειροκλέφτες κι οι καιροί,
τους το 'σκαγα από παιδί!
Λάβα τα όνειρα μου, κόκκινο κρασί,
στο προσκεφάλι φυλαχτό τα βράδια,
πέρλες, μαργαριτάρια στην καρδιά
στις άγριες κακοτοπιές, η θαλασσιά μου χάντρα,
τα ωραία μου αταξίδευτα ταξίδια,
τα παραδείσια μου νησιά!
Στον ήλιο τον αρμενιστή μου κάθε αυγή
αντάμωνα με τις χρυσές μου ηλιαχτίδες,
πιστές τα δειλινά με καρτερούσαν
να με χορτάσουν ρόδινες ελπίδες!
Στον ουρανό ο Αυγερινός μου,
τ' αστέρια που μ' ακολουθούσαν,
άκουγαν τις σιωπές μου
ενώ στα μάτια με κοιτούσαν,
μέτραγαν των στιγμών μου τις ευχές!
Και το φεγγάρι, μ' είχε μάθει από μικρή!
Γλυκό μου όνειρο το έλεγα,
μάλαμα με κερνούσε,
μέθη το λυρικό άγγιγμα του,
χανόμουνα μαζί του όπου μ' απαντούσε!
Πως με ξελόγιαζε στη σάλα την πλατιά,
μοσχοβολιά από γιασεμιά
και βαλς με το γραμμόφωνο να παίζει,
στροβιλιζόμαστε ώρες αγκαλιά,
μ' έπαιρνε στα ασημένια του φτερά
σ' άγνωστα μονοπάτια μυστικά!
Άντε αν θες να μου το πάρεις!
Φίλη εκλεκτή η θάλασσα,
ξεχωριστή μου αγάπη!
Η όμορφη αρχοντοκυρά πάντα να περιμένει,
να μ' αρμενίζει στα πελάγη, στα ανοιχτά,
στων οριζόντων τη γραμμή, στα πέρα μέρη,
μ' όλα τα μπλε στα μάτια της,
με τις λευκές δαντέλες της ντυμένη,
τ' ασήμια της, τα χρυσαφιά
κι αυτή την αύρα της τόσο να με τρελαίνει
ως να μη θέλω πίσω μου να μένει!
Αχ και να είχα ένα σπίτι στο γιαλό!
Τα ήσυχα βράδια σόλο η φωνή της,
σειρήνα να με ξεμυαλίζει η μουσική της,
να λέει για μπάρκα και τοπία μαγικά
κι εγώ χρωματιστά τραγούδια να της πλέκω,
κορδέλες για τα ξέπλεκα μαλλιά.
Να κάθομαι να της μιλάω για τα δικά μου,
τα ακριβά, τα πάθη, τα δεινά μου
και να μου ψιθυρίζει χάδια με το κύμα,
να πνίγει τους καημούς μου στα βαθιά!
Τα πρωινά...να λέμε για το τζιβαέρι
κι εκεί που πίνουμε καφέ παρέα,
δυο γλάροι να μου ζωγραφίζουν
στο φτερό τη μέρα!
Λατρεία μου η μουσική,
πάθος ασίγαστο, έρωτας από όσο με θυμάμαι,
γλύκα ο παλμός της μέσα μου, γαλήνη,
φωτιά, δροσιά μου, πόθος στην ψυχή μου
δεμένη στο είναι μου, παντού μαζί μου!
Μα είναι ακόμα η βροχή, ο άνεμος, το χιόνι,
ρυάκια, ποτάμια και βουνά, τα δάση,
τ' απίθανα αγριολούλουδα, τα ρόδα,
οι αμυγδαλιές κι οι πασχαλιές,
οι πεταλούδες οι χρωματιστές,
τα περιστέρια τα ζευγαρωτά, οι λευκοί κύκνοι,
τα χελιδόνια τα ψαλιδωτά...
όλα τ' αγάπησα και μ' αγαπήσαν,
με άκουγαν να τους μιλάω κι εγώ εκείνα!
Ξέρεις, έχει η αγάπη τη δική της γλώσσα!
Λουλούδι είσαι, άνθρωπος, σταγόνα,
άνεμος, χρώμα ή της γης το χώμα,
όλα έχουν μέσα τους αγάπη
κι έχουν τον τρόπο να σ' αγγίζουν,
να λένε σ' αγαπώ, είμαι για σένα εδώ,
αρκεί να έχεις αφήσει ανοιχτή την πόρτα,
να είναι η καρδιά σου πρόθυμη ν' ακούσει!
Είχα την τύχη να έχω πλούσια μάνα,
η αγνή αγάπη, η καλοσύνη της,
περιουσία μεγάλη από τα γονικά της,
γυναίκα αγνή και ταπεινή, παλιάς κοπής,
όλα τα έκρυβε κάτω από την ποδιά της!
Πόσο με θάλασσα έμοιαζε η αγκαλιά της
κι εκείνη η σπίθα μέσα στη ματιά
μου έλεγε "Ναι" στα όνειρα,
στον έρωτα και στη φωτιά!
Χίλιες οι ευχές της φυλαχτό και ευλογία,
μ' άφησε η μάνα ακριβή κληρονομιά!
-Με την ευχή σου μάνα στην καρδιά μου,
σε νιώθω εδώ και την αγάπη σου κοντά μου!
Γνώρισα όσο πιο βαθιά
τα αισθήματα τα δυνατά,
τον έρωτα, την αγάπη, τη φιλία,
της μάνας τη μεγάλη αγκαλιά
για τα δικά μου τα παιδιά,
μα και του πόνου τα λουριά, της πίκρας,
την απογοήτευση, τη θλίψη
απ' του θανάτου τη σκληρή ερημιά,
έδωσα....έδωσα πολλά, αλλά και πήρα!
Παιδί του ήλιου είμαι ακόμα,
των άστρων, της σελήνης,
ερωτευμένη με τα πάθη μου,
τον έρωτα, το κάλλος,
βυθίζομαι στα ωραία παραμύθια,
έχω σημάδια που με ξεχωρίζεις
κι ακόμα θέλω να πιστεύω
στον άνθρωπο, στα όνειρα, στα πιο καλά!
Με τόσα μες στα σωθικά,
φτωχή λοιπόν ή πλούσια πια!!!
~ ~ V. K. ~ ~
Voula Kapiri
26/11/2019
painter Maria Oosthouizen
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου