Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

ΜΕΡΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Χρώματα, μοσχοβολιές, μνήμης αρώματα! Περιμέναμε να γυρίσει η μάνα μας πως και πως! 
Είχε κατέβει στο χωριό τέλη Νοέμβρη για το λιομάζωμα. Οι γονείς της είχαν πια μεγαλώσει, μόνοι είχαν απομείνει στο χωριό και θέλανε βοήθεια. Τα τέσσερα από τα εφτά παιδιά τους ξενιτεμένα στην Αυστραλία, τα άλλα στην Αθήνα. 
Τα καλοκαίρια περνάγαμε αρκετές μέρες κοντά τους και τους δίναμε μεγάλη χαρά, μα κι εμείς, μικρά παιδιά, χαιρόμαστε κάθε στιγμή μαζί τους, όσα γευόμαστε από την απλοϊκή χωριάτικη ζωή τους.
Σαν να τους βλέπω τώρα μπρος μου, μα ναι, τους έχω πάντα εδώ, όμορφοι στα μάτια της ψυχής, αγαπημένοι. 
Ο παππούς με το πλούσιο μπαμπακένιο μαλλί και το μουστάκι, της πέτρας άξιος δουλευτής, αγνή ψυχή με μάτια χαμογελαστά που έσταζαν μέλι, άγιος άνθρωπος που για την καλοσύνη του ο παππάς του έλεγε: "Γιώργη φάε κρέας και έλα να σε κοινωνήσω". Με το σταυρό στο χέρι και το τραγούδι στα χείλη, τις ιστορίες από τη Μικρά Ασία που είχε πολεμήσει και τα "ντούρνερα" του, το  ασβεστωμένο πηγάδι έξω από το σπίτι που ο ίδιος είχε ανοίξει και χτίσει όπως και σε όλο το χωριό. Τη Βίγλα που πριν καλά να φέξει τη μέρα ο Θεός, έπινε εκεί το καφεδάκι του με το μισό κομμένο τσιγαράκι 
(όλα με μέτρο) κι αγνάντευε από μακριά το περιβόλι του, τις καλοδουλεμένες του ελιές όπου κι η στέρνα με τα νερόφιδα,  παιδιά του που είχε με τα χέρια του αναστήσει και τα καμάρωνε λίγο πριν πάει να τα βρει, να γίνει ένα μαζί τους.
Η γιαγιά μου η Ντίνα, Κωστούλα την έλεγε ο παππούς, μα στο χωριό τη φώναζαν Γιώργαινα, με τη μπόλια της να καλύπτει τα ασημένια της μαλλιά που είχε πάντα περιποιημένα, μέχρι τη μέση της μακριά, πλεξούδες και σε κότσο μαζεμένα. Μάνα με μεγάλη αγκαλιά που κάτω από την καρό πόδια της έκρυβε των κοριτσιών της τα μυστικά κι έτσι συμβούλευε τις κόρες της να κάνουν. Νοικοκυρά από τις λίγες και στις αγροτικές δουλειές και στο σπίτι. Θυμόταν η μάνα μου τις τέλειες μπουκιές της, τα ζυμαρικά που έφτιαχνε επιδέξια με τα δάχτυλα και τις πλακοτηγανίτες της που έψηνε πάνω στην αξίνα που είχε κάψει στη φωτιά, πασπαλισμένες με μπόλικη τριμμένη μυζήθρα, το στιφάδο της μέσα σε πήλινο σκεύος που σφράγιζε γύρω-γύρω με ζυμάρι. Αξέχαστες όμως και για μας, σαν παιδικό παιχνίδι οι μπαλίτσες με το ψωμοτύρι που έφτιαχνε στην καθαρή της πόδια (μπουζιάνα το λέγανε) και μας τάιζε τα απογεύματα κοντά στα παραμύθια της, γιαγιά της καρδιάς!
Ήθελαν βοήθεια ο παππούς και η γιαγιά να μαζέψουν τις ελιές που ήταν πολλές, να βγάλουν το λάδι της χρονιάς που μοιράζονταν μαζί μας, μην πέσουν κιόλας και χτυπήσουν από τα δέντρα. Από τα μικράτα τους τα χρόνια είχε μάθει τα παιδιά του ο παππούς σε όλες τις δουλειές, έτσι έπρεπε για να ζήσουν οι άνθρωποι τότε, φτώχεια και πολλά παιδιά, πόλεμοι, κατοχή, άλλος στα πρόβατα, άλλος ξενοδούλευε, "καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή" τους έλεγε. 
Κάποτε η μάνα μου μέσα στις διηγήσεις της μου είπε:
-Μιά φορά θυμάμαι τον πατέρα μου που είχε γυρίσει απ' τον πόλεμο και ήθελε να μαζέψει ελιές. 
Εμείς τα δίδυμα μαζί του, θα είμαστε τριών ή τεσσάρων χρονών.
Έβγανε τις αρβύλες του και ανέβαινε στα δέντρα για να μην γλιστράει και μας έδινε από μια στο καθένα κι έλεγε: " να, πάρτε από μία να τη γεμίσετε με ελιές και το βράδυ θα σας φτιάξω καψάλες",  έψηνε φέτες ψωμί στη φωτιά κι έριχνε απάνω λάδι κι ήτανε πια η χαρά μας, να τρώμε τέτοια λιχουδιά! Έφευγε λοιπόν η μάνα κάμποσες μέρες δέκα, δεκαπέντε και παλεύαμε να τα βγάλουμε πέρα χωρίς εκείνη! Ο πατέρας έκανε ότι μπορούσε, δουλειά και σπίτι και παιδιά κι εγώ όπως πάντα η μεγαλύτερη, έκανα ότι μπορούσα για το σπίτι και τα παιδιά. Τρώγαμε λιτά, εύκολα φαγιά, ρυζάκι με λάδι και λεμόνι, χυλοπίτες της γιαγιάς, βραστό κατσικάκι, αυγά, ότι εύκολο ξέραμε. Εννιά χρονών θυμάμαι ήμουνα, το πιο μικρό στα τέσσερα, εύκολο δεν ήταν για παιδί να έχει στο νου του τρία μικρότερα.
Κι ερχόταν η ευλογημένη εκείνη μέρα που επιτέλους γύριζε η μαμά. Πήγαινε στο σταθμό των τρένων και την έφερνε στο σπίτι ο πατέρας. Τόσο φως, μέρα ξεχωριστή, σαν να ξημέρωνε επιτέλους μετά από νύχτες! Το σπίτι μοσχοβόλαγε αγάπη και χαρά. Το φωτεινό χαμόγελο της έφτανε να ζεστάνει τις παγωμένες στιγμές της απουσίας της και οι μυρωδιές που έφερνε μαζί της πλημμύριζαν στο μικρό μας σπίτι, τρύπωναν σαν φλογίτσες στην ψυχή αγαπημένες, λατρευτές. Τα μαλλιά της, η αγκαλιά της μύριζαν ακόμα καμένο ξύλο από το τζάκι. Τους έβλεπα να κάθονται στα κούτσουρα που είχε φτιάξει για σκαμνάκια ο παππούς, γύρω από τη φωτιά μετά την κούραση της μέρας. Να τρώνε, κάνοντας το σταυρό τους πρώτα, στο σοφρά, ο παππούς να σταυρώνει όπως συνήθιζε πριν κόψει το καρβέλι το ψωμί, το φανάρι απέναντι να κρέμεται ψηλά με λίγο τυρί, μυζήθρα, ψωμί, πιο μέσα το πυθάρι με τις ελιές, το κιούπι με το μοναδικό παστό του παππού, τη σαρώστρα σε μία άκρη για το λείο χωμάτινο πάτωμα που έβρεχε η γιαγιά το καλοκαίρι και τη λάμπα πετρελαίου να αχνοφέγγει στον ένα τοίχο, το καντηλάκι απέναντι, κάτω από τα εικονίσματα. Τα περίτεχνα υφαντά από τον αργαλειό της γιαγιάς να στολίζουν το ζεστό πλινθόκτιστο σπιτάκι με τα ξύλινα δοκάρια στο ταβάνι. Στρωμένες κάτω οι κουρελούδες της και στο μεταλλικό μοναδικό ντιβάνι, οι υφαντές μάλλινες κουβέρτες όπως και στο πάνω μέρος του σπιτιού, κατάχαμα όμως στις σανίδες, πάνω σε αρκετά στρωσίδια στρωματσάδα, να ξεκουράσουν με τη θαλπωρή τους σώμα και ψυχή.
Τα παιδιά και τα εγγόνια τους η πιο μεγάλη τους περιουσία!
Κοντά στο λάδι, ο παππούς κι η γιαγιά μας έστελναν κι όλα τα καλά του Θεού Μυτζήθρες βουτυράτες από τα κατσικάκια τους, σφέλα, τυρί ιδιαίτερο και πολύ γευστικό, λουκάνικα και παστό με τη μαστοριά του παππού... μερίδες χοιρινό καπνιστό πάνω από αρωματικά κλαδιά, μαγειρεμένο με πορτοκάλι και θρούμπι μέσα σε λιωμένο λίπος και λάδι. Χυλοπίτες ψιλοκομμένες και τραχανάς της γιαγιάς. Σε τσουβαλάκι οι ελιές Καλαμών που απ' την ίδια κιόλας μέρα θα χαράκωνε και θα τις περιποιόταν η μαμά, μέρα τη μέρα ως να γίνουν τελικά ξυδάτες με ρίγανη στο λάδι και οι μικρές λαδολιές που μου άρεσαν πολύ, σαν μικρές λιχουδιές!
Τα πιο ωραία όμως ήταν στο ντορβά με τις μοσχοβολιές! Καλούδια από τη γιαγιά, για μένα ανεκτίμητα δώρα αγάπης που τα χαιρόμαστε ως τα Χριστούγεννα και παραπέρα. Καρβέλια ψωμί αληθινό, γήινο, ζυμωτό με τη μυρωδιά του ξυλόφουρνου, ελάχιστα ξινό απ' το προζύμι μα τόσο γλυκό από τη γιαγιά, λαλάγγια χωριάτικα, παραδοσιακά κι αυτά τα καταπληκτικά Λαδοκούλουρα της, τα πιο ωραία κουλουράκια του κόσμου, κομμένα σαν μικρά φραντζολάκια, μοσχομυριστά, με προζύμι, πορτοκαλόφλουδα και δάφνονερο στον ξυλόφουρνο. Αυτά ειδικά τα περιμένα με τόση λαχτάρα! Ακόμα και τώρα νιώθω τη γεύση και το άρωμά τους, μοσχοβολάνε αγάπη από τα ευλογημένα, τα αραχνοΰφαντα χεράκια της γιαγιούλας μου που ήξεραν να φτιάχνουν τόσα!
Πριν από αρκετά χρόνια που άρχισα να ασχολούμαι με το προζύμι, προσπάθησα να αποκωδικοποιήσω τη συνταγή της μόνο με τις μνήμες μου, η γιαγιά είχε φύγει πριν τελειώσω το δημοτικό, συνταγή δεν υπήρχε, μα υπήρχε κάθε άρωμα της μέσα μου ώσπου σχεδόν τα κατάφερα. Έλειπαν όμως τα πιο σπουδαία συστατικά, η μυρωδιά του ξυλόφουρνου της γιαγιάς και το κυριότερο, έλειπε και πάντα θα λείπει η ζεστασιά από το χέρι της, την ψυχή της γιαγιάς!
Η μαμά όμως έφερνε πάντα και μία μεγάλη αγκαλιά ευωδιαστή σμυρτιά. Μέρες Χριστουγέννων το σπίτι μοσχοβολούσε μελομακάρονα, κουραμπιέδες και σμυρτιά. Πράσινη, τρυφερή, στόλιζε πάντα τις γιορτές μας κι αλήθεια κράταγε ως και μετά των Φώτων.
Περνούσε το χέρι της ανάμεσα στα λεπτά φυλλαράκια η μαμά, αναδεύεται το άρωμά τους και χαμογελούσα, σα να 'βλεπε τη μάνα της, το πατρικό της, τα χώματα που γεννήθηκε και αγαπούσε!
       ~ ~ V. K.~ ~
      Voula Kapiri
      23/ 12/ 2020

                                                  

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

ΣΚΙΕΣ

Πίσω απ' τα κάγκελα της μάσκας
οι σκιές των ανθρώπων!
Ο φόβος σεργιάνι στους δρόμους
με  χαρτάκι στην τσέπη, ή sms στο κινητό
ελέγχουν τη ζωή σου, που θα πας και γιατί,
τι θα κάνεις, πως, με ποιον και πότε.
Αν το εγκρίνουν αυτοί, ναι,
αλλιώς όχι ή το πληρώνεις ακριβά! 
Απαγορεύεται να περπατάς, να μιλάς, να σκέφτεσαι.
Τόσο ηλίθιο, καθυστερημένο σε θωρούν!
Ποιο σύνταγμα, ποιο δικαίωμα ελευθερίας του ανθρώπου;
Καταλύουν τα πάντα με απίστευτο θράσος!
Τα πάντα υπό το κράτος του κράτους 
με μόνο το δικαίωμα του κραταιού, του κράτους 
που του έδωσες εσύ το δικαίωμα να σε προστατεύει, 
σε καταδυναστεύει!
Και λες πως χάσαμε τα λογικά μας,
μας πλασάρουν παραμύθια
και περιμένουν να τα καταπιούμε αμάσητα.
Θα σταματήσουμε να νιώθουμε;
θα τους χαριστούμε;
Πάνε τα αισθήματα και τα συναισθήματα μας,
πάει η ελεύθερη βούληση; πάει η ζωή μας;
Μουτσούνες όλοι,
μόνο τα μάτια και οι κινήσεις του σώματος 
κι άμα σ' αναγνωρίσουν.
Στρατιωτάκια ακίνητα, αμίλητα, αγέλαστα, 
μονάδες προγραμματισμένες,
δίχως διαφορετικότητα, όλοι ίδιοι!
Τι έμπνευση λοιπόν αυτή η παγκοσμιοποίηση!
Τολμήστε να μιλήσετε, τολμήστε να αντιταχθείτε!
Με ποιο σθένος; του καναπέ και του φραπέ; 
Κάποτε οι άνθρωποι είχαν ψυχή,
τώρα τα κινητά και τα ηλεκτρονικά,
όλα πάνε ρολόι, 
όπως το θέλουν αυτοί που μας ορίζουν τη ζωή!!
"Κινδυνεύεις" σου λένε, από ποιον και από τι όμως!
Δεν συμφέρει να ξέρεις την αλήθεια,
τα σχέδια τους, τα στημένα παιχνίδια τους!
Ο ιός σου λένε, ένα θηρίο, 
ένα τέρας που σε θέλει ενεργό για να ζήσει,
να σου πιεί το αίμα, τον αέρα σου,
γι' αυτό εμείς θα φροντίσουμε 
να σε απενεργοποιήσουμε!
Για το καλό σου, 
εμείς αποφασίζουμε και διατάσσουμε, 
ειδικά μέτρα, Lockdown!!!
Τώρα πόσο θα πάρει; εξαρτάται!
Μέχρι να σε ακινητοποιήσουμε για τα καλά,
να χάσεις τον αέρα σου, τους φίλους σου,
τους αγαπημένους σου, τα παιδιά και τους γονείς σου,
τη μόρφωση σου, τη δουλειά σου, το ψωμί σου,
να χάσεις την όρεξη για ζωή, την πίστη, τα ιδανικά σου,
τη θρησκεία και τα πιστεύω σου, 
τα όνειρα και τις επιθυμίες σου, τη ζωντάνια σου,
τα νεύρα σου να πάθουν, 
να χαπακώνεσαι για να αντέχεις,
να χάσεις τη μέρα και τη νύχτα σου!
Ώσπου σε φτάσουν να είσαι ένα τίποτα,
ώσπου σε φέρουν στο αμήν, 
δίχως ανοσοποιητικό, δίχως άμυνες!
Έτσι σε θέλουν!
Επιτέλους, θα είσαι το τέλειο άβουλο ζώο, 
θα κάνεις ότι σου πουν,
με έλεγχο, φόβο, τρομοκρατία,
υποταγή και παράδοση στην εξουσία 
δίχως καμία αντίδραση, αντίσταση,
ότι ακριβώς έχουν προγραμματίσει 
για το μέλλον της ανθρωπότητας,
με το DNA που επιθυμούν! 
Δίχως ΕΓΩ, δίχως ΕΣΥ, 
όλοι μονάδες πανομοιότυπες στη μάζα!
Ε, λοιπόν, ΟΧΙ! 
ΟΧΙ έρμαια στα σκοτεινά παιχνίδια σας! 
Δεν θα σας κάνουμε τη χάρη!
Καμία παρέμβαση στη ζωή μου, 
στο σώμα μου για κανέναν ιό!
Κανείς δεν θα μας υποχρεώσει 
να δεχτούμε τις επιθυμίες του χωρίς τη θέληση μας, 
αντιδεοντολογικό, ανήθικο
και επιτέλους σε πολιτεία με νόμους και σύνταγμα ζούμε, 
αντισυνταγματικό!
Ακόμα και στη ζούγκλα τα ζώα αναγνωρίζουν 
και σέβονται τους νόμους της φύσης!
Από παλιά όμως ως και σήμερα 
υπάρχουν ανθρωπόμορφα τέρατα 
που ξεπερνάνε σε θηριωδία ακόμα και τα κτήνη,
αιμοβόρα αρπακτικά!
Ο κάθε άνθρωπος είναι δημιούργημα μοναδικό,
χωρίς όμοιο του πάνω στη γη.
Μόνο ο Θεός μπορεί να ορίσει τη ζωή μας 
και κανείς άλλος,
ούτε κι ο διάβολος 
που πολύ θα ήθελε να πάρει τη θέση του,
αλλά κι αυτός πλάσμα του Θεού είναι,
άρα πολύ μικρός για να διαχειριστεί τα έργα του!
Κανείς δεν μπορεί να επιβάλει κάτι στο σώμα μας 
χωρίς τη θέληση μας, ίδιον του βιασμού! 
Ε, ΟΧΙ! Δεν θα βιάσετε το σώμα και την ψυχή μας 
και με τη συγκατάθεση μας κιόλας!
Κι όσο εσείς για εμάς θα σχεδιάζετε,
τόσο εμείς λιποτάκτες της ελεεινής τάξης σας
θα καλπάζουμε μακριά 
από του παραλογισμού σας τη θανατική καταδίκη,
με της ζωής μας τα άλογα σε ζωντανά λιβάδια,
θα οργώνουμε θάλασσες,
σύννεφα θ' αρμενίζουμε 
στου ουρανού τον απέραντο κάμπο!
Ψυχές ελεύθερες, αυτό αρκεί!
Μη ματαιοπονείτε!
Τη σκιά της ψυχής μας, 
στα στρατόπεδα που οραματίζεστε,
πίσω από τα σαθρά σας κάγκελα, 
ΔΕΝ θα τη δείτε!
Σας το υπογράφουμε με το ίδιο το αίμα των αθώων 
που μαυρίζει ανεξίτηλα στα βρώμικα χέρια σας!

~~ V. K. ~~
Voula Kapiri
18/11/2020
                                
        
    Για το καλό μου.....

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΦΥΓΗΣ

Πρέπει ν' ανοίξω ένα παράθυρο
στης μοναξιάς μου το δωμάτιο,
θαρρώ το άργησα πολύ,
να δραπετεύει η σιωπή.
Ένα παράθυρο στ' αστέρια,
με γλάρους, άσπρα περιστέρια
και τ' ασημένιο το φεγγάρι
στη θάλασσας την αγκαλιά
να αντιφεγγίζει όλη τη χάρη,
μια βάρκα στ' ουρανού τα μέτρα
να βγαίνει σ' ανοιχτά πελάγη
και να 'χει πρίμα την αγάπη!

  ~ ~V.K.~ ~
Voula Kapiri
12/12/2020


art by Karl Wilhelm Diefenbach

                                       Οπωσδήποτε παράθυρο