Η γιαγιά μου η Ντίνα, Κωστούλα την έλεγε ο παππούς, μα στο χωριό τη φώναζαν Γιώργαινα, με τη μπόλια της να καλύπτει τα ασημένια της μαλλιά που είχε πάντα περιποιημένα, μέχρι τη μέση της μακριά, πλεξούδες και σε κότσο μαζεμένα. Μάνα με μεγάλη αγκαλιά που κάτω από την καρό πόδια της έκρυβε των κοριτσιών της τα μυστικά κι έτσι συμβούλευε τις κόρες της να κάνουν. Νοικοκυρά από τις λίγες και στις αγροτικές δουλειές και στο σπίτι. Θυμόταν η μάνα μου τις τέλειες μπουκιές της, τα ζυμαρικά που έφτιαχνε επιδέξια με τα δάχτυλα και τις πλακοτηγανίτες της που έψηνε πάνω στην αξίνα που είχε κάψει στη φωτιά, πασπαλισμένες με μπόλικη τριμμένη μυζήθρα, το στιφάδο της μέσα σε πήλινο σκεύος που σφράγιζε γύρω-γύρω με ζυμάρι. Αξέχαστες όμως και για μας, σαν παιδικό παιχνίδι οι μπαλίτσες με το ψωμοτύρι που έφτιαχνε στην καθαρή της πόδια (μπουζιάνα το λέγανε) και μας τάιζε τα απογεύματα κοντά στα παραμύθια της, γιαγιά της καρδιάς!
Ήθελαν βοήθεια ο παππούς και η γιαγιά να μαζέψουν τις ελιές που ήταν πολλές, να βγάλουν το λάδι της χρονιάς που μοιράζονταν μαζί μας, μην πέσουν κιόλας και χτυπήσουν από τα δέντρα. Από τα μικράτα τους τα χρόνια είχε μάθει τα παιδιά του ο παππούς σε όλες τις δουλειές, έτσι έπρεπε για να ζήσουν οι άνθρωποι τότε, φτώχεια και πολλά παιδιά, πόλεμοι, κατοχή, άλλος στα πρόβατα, άλλος ξενοδούλευε, "καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή" τους έλεγε.
-Μιά φορά θυμάμαι τον πατέρα μου που είχε γυρίσει απ' τον πόλεμο και ήθελε να μαζέψει ελιές.
Έβγανε τις αρβύλες του και ανέβαινε στα δέντρα για να μην γλιστράει και μας έδινε από μια στο καθένα κι έλεγε: " να, πάρτε από μία να τη γεμίσετε με ελιές και το βράδυ θα σας φτιάξω καψάλες", έψηνε φέτες ψωμί στη φωτιά κι έριχνε απάνω λάδι κι ήτανε πια η χαρά μας, να τρώμε τέτοια λιχουδιά! Έφευγε λοιπόν η μάνα κάμποσες μέρες δέκα, δεκαπέντε και παλεύαμε να τα βγάλουμε πέρα χωρίς εκείνη! Ο πατέρας έκανε ότι μπορούσε, δουλειά και σπίτι και παιδιά κι εγώ όπως πάντα η μεγαλύτερη, έκανα ότι μπορούσα για το σπίτι και τα παιδιά. Τρώγαμε λιτά, εύκολα φαγιά, ρυζάκι με λάδι και λεμόνι, χυλοπίτες της γιαγιάς, βραστό κατσικάκι, αυγά, ότι εύκολο ξέραμε. Εννιά χρονών θυμάμαι ήμουνα, το πιο μικρό στα τέσσερα, εύκολο δεν ήταν για παιδί να έχει στο νου του τρία μικρότερα.
Κι ερχόταν η ευλογημένη εκείνη μέρα που επιτέλους γύριζε η μαμά. Πήγαινε στο σταθμό των τρένων και την έφερνε στο σπίτι ο πατέρας. Τόσο φως, μέρα ξεχωριστή, σαν να ξημέρωνε επιτέλους μετά από νύχτες! Το σπίτι μοσχοβόλαγε αγάπη και χαρά. Το φωτεινό χαμόγελο της έφτανε να ζεστάνει τις παγωμένες στιγμές της απουσίας της και οι μυρωδιές που έφερνε μαζί της πλημμύριζαν στο μικρό μας σπίτι, τρύπωναν σαν φλογίτσες στην ψυχή αγαπημένες, λατρευτές. Τα μαλλιά της, η αγκαλιά της μύριζαν ακόμα καμένο ξύλο από το τζάκι. Τους έβλεπα να κάθονται στα κούτσουρα που είχε φτιάξει για σκαμνάκια ο παππούς, γύρω από τη φωτιά μετά την κούραση της μέρας. Να τρώνε, κάνοντας το σταυρό τους πρώτα, στο σοφρά, ο παππούς να σταυρώνει όπως συνήθιζε πριν κόψει το καρβέλι το ψωμί, το φανάρι απέναντι να κρέμεται ψηλά με λίγο τυρί, μυζήθρα, ψωμί, πιο μέσα το πυθάρι με τις ελιές, το κιούπι με το μοναδικό παστό του παππού, τη σαρώστρα σε μία άκρη για το λείο χωμάτινο πάτωμα που έβρεχε η γιαγιά το καλοκαίρι και τη λάμπα πετρελαίου να αχνοφέγγει στον ένα τοίχο, το καντηλάκι απέναντι, κάτω από τα εικονίσματα. Τα περίτεχνα υφαντά από τον αργαλειό της γιαγιάς να στολίζουν το ζεστό πλινθόκτιστο σπιτάκι με τα ξύλινα δοκάρια στο ταβάνι. Στρωμένες κάτω οι κουρελούδες της και στο μεταλλικό μοναδικό ντιβάνι, οι υφαντές μάλλινες κουβέρτες όπως και στο πάνω μέρος του σπιτιού, κατάχαμα όμως στις σανίδες, πάνω σε αρκετά στρωσίδια στρωματσάδα, να ξεκουράσουν με τη θαλπωρή τους σώμα και ψυχή.
Τα παιδιά και τα εγγόνια τους η πιο μεγάλη τους περιουσία!
Κοντά στο λάδι, ο παππούς κι η γιαγιά μας έστελναν κι όλα τα καλά του Θεού Μυτζήθρες βουτυράτες από τα κατσικάκια τους, σφέλα, τυρί ιδιαίτερο και πολύ γευστικό, λουκάνικα και παστό με τη μαστοριά του παππού... μερίδες χοιρινό καπνιστό πάνω από αρωματικά κλαδιά, μαγειρεμένο με πορτοκάλι και θρούμπι μέσα σε λιωμένο λίπος και λάδι. Χυλοπίτες ψιλοκομμένες και τραχανάς της γιαγιάς. Σε τσουβαλάκι οι ελιές Καλαμών που απ' την ίδια κιόλας μέρα θα χαράκωνε και θα τις περιποιόταν η μαμά, μέρα τη μέρα ως να γίνουν τελικά ξυδάτες με ρίγανη στο λάδι και οι μικρές λαδολιές που μου άρεσαν πολύ, σαν μικρές λιχουδιές!
Τα πιο ωραία όμως ήταν στο ντορβά με τις μοσχοβολιές! Καλούδια από τη γιαγιά, για μένα ανεκτίμητα δώρα αγάπης που τα χαιρόμαστε ως τα Χριστούγεννα και παραπέρα. Καρβέλια ψωμί αληθινό, γήινο, ζυμωτό με τη μυρωδιά του ξυλόφουρνου, ελάχιστα ξινό απ' το προζύμι μα τόσο γλυκό από τη γιαγιά, λαλάγγια χωριάτικα, παραδοσιακά κι αυτά τα καταπληκτικά Λαδοκούλουρα της, τα πιο ωραία κουλουράκια του κόσμου, κομμένα σαν μικρά φραντζολάκια, μοσχομυριστά, με προζύμι, πορτοκαλόφλουδα και δάφνονερο στον ξυλόφουρνο. Αυτά ειδικά τα περιμένα με τόση λαχτάρα! Ακόμα και τώρα νιώθω τη γεύση και το άρωμά τους, μοσχοβολάνε αγάπη από τα ευλογημένα, τα αραχνοΰφαντα χεράκια της γιαγιούλας μου που ήξεραν να φτιάχνουν τόσα!
Πριν από αρκετά χρόνια που άρχισα να ασχολούμαι με το προζύμι, προσπάθησα να αποκωδικοποιήσω τη συνταγή της μόνο με τις μνήμες μου, η γιαγιά είχε φύγει πριν τελειώσω το δημοτικό, συνταγή δεν υπήρχε, μα υπήρχε κάθε άρωμα της μέσα μου ώσπου σχεδόν τα κατάφερα. Έλειπαν όμως τα πιο σπουδαία συστατικά, η μυρωδιά του ξυλόφουρνου της γιαγιάς και το κυριότερο, έλειπε και πάντα θα λείπει η ζεστασιά από το χέρι της, την ψυχή της γιαγιάς!
Η μαμά όμως έφερνε πάντα και μία μεγάλη αγκαλιά ευωδιαστή σμυρτιά. Μέρες Χριστουγέννων το σπίτι μοσχοβολούσε μελομακάρονα, κουραμπιέδες και σμυρτιά. Πράσινη, τρυφερή, στόλιζε πάντα τις γιορτές μας κι αλήθεια κράταγε ως και μετά των Φώτων.
Περνούσε το χέρι της ανάμεσα στα λεπτά φυλλαράκια η μαμά, αναδεύεται το άρωμά τους και χαμογελούσα, σα να 'βλεπε τη μάνα της, το πατρικό της, τα χώματα που γεννήθηκε και αγαπούσε!
~ ~ V. K.~ ~
Voula Kapiri
23/ 12/ 2020